- φιέστα
- fête
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιέστα — και φέστα, η, Ν 1. γιορτή, πανηγύρι 2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. τού επίθ. festus «εορταστικός»] … Dictionary of Greek
φιέστα — η βλ. φέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέστα — η, Ν βλ. φιέστα … Dictionary of Greek
φεστιβάλ — Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς και χαρακτηρίζει μια σειρά εκδηλώσεων, με χαρακτήρα συνήθως περιοδικό, μουσικού, θεατρικού και κινηματογραφικού περιεχομένου. Ο όρος προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη Festivalis, που υιοθετήθηκε… … Dictionary of Greek
φεστόνι — το, Ν 1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος 2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο.. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ.… … Dictionary of Greek
Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… … Dictionary of Greek
Ντιλάκ, Ζερμέν — (Germaine Dulac, Aνιέρ 1882 – Παρίσι 1942). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας σκηνοθέτριας και θεωρητικού του γαλλικού κινηματογράφου Ζερμέν Σεσέ Σνάιντερ (Germaine Saisset Schneider). Έλαβε μέρος στο πρωτοποριακό κίνημα και πάλεψε εναντίον του … Dictionary of Greek
φέστα — φέστα, η και φιέστα, η (λ. ιταλ.) 1. γιορτή, πανηγύρι. 2. μτφ., σκηνή σε βάρος κάποιου, πάθημα που γελοιοποιεί, γελοιοποίηση, διασυρμός: Έπαθε μεγάλη φέστα, όταν η γυναίκα του τον έδειρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)